Ακούμε συχνά από ορισμένους, ορκισμένους εχθρούς της φροντιστηριακής εκπαίδευσης, ότι οι μαθητές που παρακολουθούν τα φροντιστηριακά μαθήματα δεν επιδιώκουν τίποτα άλλο παρά να μυηθούν σε «συνταγές» και ότι ουσιαστικά προετοιμάζονται για να αναμασούν τυποποιημένες λύσεις, χωρίς να σκέφτονται και χωρίς να κρίνουν.
Αν και να αποκλείουμε το ενδεχόμενο αυτό -πράγματι κάποιοι φροντιστές μέσα στην αγωνιώδη προσπάθειά μας να πετύχουν οι μαθητές μας ένα περιστασιακό αλλά ποθητό αποτέλεσμα να το επιχειρήσαμε-ωστόσο στη συντριπτική πλειονότητά τους οι φροντιστές, όπως και όλοι οι δάσκαλοι, ασκούν τους μαθητές τους για να σκέφτονται , να κρίνουν, να προβληματίζονται.
Εξάλλου πώς είναι δυνατόν να μάθει κανείς παπαγαλία τις λύσεις των ασκήσεων, χωρίς να τις κατανοεί, πώς μπορεί να απομνημονεύει μεθοδολογίες χωρίς να αξιοποιεί την κριτική του ικανότητα για να αποφασίζει πού εφαρμόζονται και πού όχι, πώς είναι δυνατόν να επιλέγει και να συνδυάζει τμήματα ύλης για να απαντήσει σε ερωτήσεις ακόμα και θεωρητικών μαθημάτων;
Εκτός κι αν ονομάζουμε συνταγή ή παπαγαλία την οργάνωση της σκέψης, τη διεύρυνση του προβληματισμού με συμβατά ερωτήματα ή την αναζήτηση εργαλείων με σκοπό την κατανόηση της ύλης. Παπαγαλία μπορεί να μάθει κανείς το μάθημα της ημέρας, της εβδομάδας ή και του μήνα. Σε βάθος χρόνου όμως και με βάση τον όγκο της εξεταζόμενης ύλης, ο μαθητής αυτής της φιλοσοφίας θα καταρρεύσει ή στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να ξεπεράσει μετά βίας το επίπεδο μιας χαμηλής ή έστω μέτριας απόδοσης. Με δεδομένο όμως ότι το φροντιστηριακό μάθημα στοχεύει κατά τεκμήριο σε υψηλές επιδόσεις, που θα προσφέρουν την εισαγωγή σε αριστοβάθμιες σχολές, είναι βέβαιο ότι αυτή η τακτική δεν μπορεί να υιοθετηθεί από κανέναν σοβαρό φροντιστή που έχει θέσει αυτούς τους στόχους.
Ας μην ζούμε λοιπόν με τον μύθο που ταυτίζει την οργάνωση της σκέψης, την αφομοίωση της γνώσης με την τυποποίηση, τη μηχανική αποστήθιση και την παπαγαλία. Ας σταθούμε σε πιο ουσιαστικούς στόχους. Να εμφυσήσουμε στους μαθητές την αγάπη για τη γνώση, τη μελέτη, την έρευνα. Ας τους εξοικειώσουμε με μεθόδους και τεχνικές αναζήτησης του βάθους και της ουσίας των πραγμάτων. Διατυπώνοντας αρνητικές κρίσεις και καλλιεργώντας την απαξία για κάποιες κατηγορίες δασκάλων – και μάλιστα δασκάλων τους οποίους τα παιδιά επιλέγουν ελεύθερα, εκτιμούν και εμπιστεύονται- ο μόνος που χάνει είναι η εκπαίδευση σε οποιαδήποτε μορφή της , δημόσια ή ιδιωτική, σχολική ή φροντιστηριακή.

Έφη Ριζά – Σκύφα, Φιλόλογος