eikona_spoudiblog_arthro_kallitexniki_paideia

Η απόφαση της Πολιτείας να υποβαθμίσει, να περιορίσει και εντέλει να καταργήσει τα Καλλιτεχνικά και Μουσικά Σχολεία στη χώρα, τα οποία με πολύ κόπο και αγώνα είχαν ιδρυθεί τις τελευταίες δεκαετίες, φέρνει και πάλι στην επιφάνεια το φλέγον ζήτημα της αισθητικής μας αγωγής, της  καλλιτεχνικής μας παιδείας.

Πρώτα απ΄ όλα αποδεικνύει περίτρανα το έλλειμμα της αισθητικής αγωγής και εν γένει της κουλτούρας των ανθρώπων –  και πιο συγκεκριμένα εκείνων στους οποίους έχουμε αναθέσει να  διαμορφώνουν το παρόν και το μέλλον της εκπαίδευσης στον τόπο μας. Πώς  όμως να αγωνιστείς για να διατηρηθεί και να ενισχυθεί ένας θεσμός  που θεμελιώνεται στην αγάπη για το ωραίο, όταν εσύ ο ίδιος δεν διαθέτεις ούτε ψήγματα αυτής  της ύλης που πυροδοτεί την πολιτιστική δράση; Εκτός κι αν νομίζεις ότι διαθέτεις, επειδή κάθεσαι στις πρώτες θέσεις στο Ηρώδειο, για να αστράφτουν πάνω σου τα φλας των φωτογράφων ή επειδή σε προσκαλούν ως δημόσιο πρόσωπο για να εγκαινιάζεις εκθέσεις ζωγραφικής!

Γιατί τι άλλο εκτός από την απόλυτη απουσία ευαισθησιών μπορεί να υπαγορεύσει μια τέτοια απόφαση; Και σίγουρα δεν θα μεταπείσει κανέναν στοιχειωδώς σκεπτόμενο άνθρωπο το επιχείρημα περί οικονομικής κρίσης, αδυναμίας επιχορήγησης και παροχής κονδυλίων για τη λειτουργία αυτών των δήθεν κοστοφόρων σχολείων, τα οποία  επιβαρύνουν υπερβολικά τον κρατικό προϋπολογισμό. Γιατί απέναντι σε αυτή τη ρητορική  ένας νοήμων άνθρωπος  έχει να αντιπαραθέσει πολλά.

Πρώτον, αν η χώρα έχει οικονομικά προβλήματα, τα οποία επιβάλλεται να τα «πληρώσει» η εκπαίδευση, γιατί δεν κάνει οριζόντια περικοπή δαπανών για όλα τα σχολεία αλλά αποφασίζει αυθαίρετα να αναστείλει τη λειτουργία των συγκεκριμένων σχολείων; Μήπως επειδή πάντοτε αυτά τα σχολεία  τα θεωρούσε ήσσονος σημασίας, δευτέρας κατηγορίας,  ή μήπως  επειδή η καλλιέργεια , κυρίως αυτή που προέρχεται από την Τέχνη, είναι απειλή για την καθεστηκυία τάξη οπότε η μόνη « νόμιμη άμυνα» είναι η εξόντωσή της;

Δεύτερον, αφού το κράτος αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα γιατί δεν προστρέχουμε σε χορηγίες, γιατί δεν απευθυνόμαστε σε ιδιώτες οι οποίοι διαπιστωμένα  πάντοτε αγαπούσαν και προστάτευαν την Τέχνη για διάφορους λόγους, ακόμα και για την υστεροφημία τους; Από όσο μπορούμε να γνωρίζουμε καμία προσπάθεια δεν έγινε προς την κατεύθυνση αυτή. Αν όμως επρόκειτο για κάποια από τις προσοδοφόρες αλλά κατά τεκμήριο και σε βάθος χρόνου προβληματικές κρατικές επιχειρήσεις, από τη λειτουργία των οποίων καρπούνται οφέλη διάφοροι παρατρεχάμενοι, θα είχε καταβληθεί προσπάθεια και μάλιστα μεγάλη για να σωθούν από την καταστροφή…

Τρίτον, πώς μπορεί ένα κράτος να μιλά για ανυπέρβλητα οικονομικά προβλήματα και περικοπές δαπανών τη στιγμή που διαρκώς αποκαλύπτονται ιστορίες με μίζες, συστήματα χρηματισμού και δωροληψιών, με αποδέκτες  πρόσωπα υψηλά ιστάμενα στον κρατικό μηχανισμό, με βάση κυκλώματα που αλληλοκατηγορούνται όταν αλλάζει χέρια η εξουσία; Ακόμα κι αν  δεχτούμε το τεκμήριο της αθωότητας για ορισμένους και τα μισά από αυτά  να ευσταθούν, είναι προφανές πως  η πολιτεία έχει απωλέσει προ πολλού την αξιοπιστία της.

Τέταρτον, τα σχολεία αυτά είναι η μόνη διέξοδος για πρόσβαση, μέσω δημόσιου φορέα, στην ευρύτερη καλλιτεχνική παιδεία μαθητών από χαμηλές  και μεσαίες εισοδηματικά  τάξεις που δεν έχουν τις προσόδους να υπηρετήσουν ιδιωτικά το όνειρό τους. Με την επιλογή αυτή αφαιρείται από ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας  το δικαίωμα στη μόρφωση- ακόμα και στη διαμόρφωση επαγγελματικής υποδομής με την απόκτηση ανάλογων προσόντων- το οποίο  αυτόματα μετασχηματίζεται σε αποκλειστικό προνόμιο των ανώτερων εισοδηματικά τάξεων. Το πράγμα γίνεται σαφέστερο αν αναλογιστούμε ότι έτσι κι αλλιώς η οποιαδήποτε επαφή των μαθητών με την Τέχνη σήμερα υπηρετείται σχεδόν αποκλειστικά ιδιωτικά – και πάντοτε εκτός του δημόσιου σχολείου. Λίγα είναι τα σχολεία στα οποία λειτουργούν για παράδειγμα θεατρικές ομάδες ή κινηματογραφικές λέσχες και όσες λειτουργούν είναι προϊόν εθελοντικής προσπάθειας κάποιων «αιθεροβαμόνων» εκπαιδευτικών και των αγαπημένων μαθητών τους που σίγουρα οραματίζονται μια άλλη εκπαίδευση. Οι γονείς, πάλι,  με κόστος που επιβαρύνει τον οικογενειακό προγραμματισμό και παράπλευρες απώλειες καταφεύγουν σε ωδεία, σε θεατρικά εργαστήρια, σε σχολές χορού κ.α. για να αναπληρώσουν το κενό και να προσφέρουν στα παιδιά τους την περιπόθητη δραστηριότητα.

Βεβαίως κανείς δεν μπορεί να μιλήσει εύκολα και με σιγουριά  για τους πραγματικούς λόγους που οδηγούν στην αποψίλωση, στην απογύμνωση  των εκπαιδευτικών προσανατολισμών στη χώρα. Κάποιες σκέψεις όμως πάντα βοηθούν στην προσπάθεια αποκάλυψης της πραγματικότητας. Εκείνο  ωστόσο που κάποιος μπορεί να υποστηρίξει με βεβαιότητα είναι πως πρόκειται για βαθύ και δύσκολα επανορθώσιμο τραύμα που προκαλείται στην παιδεία μας…

Έφη Ριζά – Σκύφα, Φιλόλογος