Νέα εποχή στις Εξετάσεις
Όπως κάθε χρόνο έτσι και φέτος νιώθω έντονη την ανάγκη, τώρα που έχει καταλαγιάσει ο θόρυβος και οι Υποψήφιοι βρίσκουν τον δρόμο τους, να επιχειρήσουμε, με ψυχραιμία, έναν απολογισμό σχετικό με τα Θέματα στο μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας στις Πανελλαδικές Εξετάσεις.
Και για να μην γκρινιάζουμε πάντα, ανεξαρτήτως ποιότητας και δυσκολίας θεμάτων, είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχθούμε ότι η φετινή εξέταση ποιοτικά ήταν σαφώς αρτιότερη από προηγούμενες, όχι μόνο για την ευστοχία και τη σαφήνεια των ερωτημάτων αλλά και για την ποιότητα, την έκταση και την πληρότητα των απαντήσεων-υποδείξεων που εστάλησαν προς τους βαθμολογητές, γεγονός που αποδεικνύει ότι οι εξεταστές είχαν πλήρη γνώση της εξεταστέας ύλης αλλά και των σχολικών βιβλίων – κάτι που δεν θεωρείται αυτονόητο αν και θα έπρεπε.
Νομίζω είναι σκόπιμο να μελετήσουμε δύο παραμέτρους:
α. την καταλληλότητα των ερωτημάτων που τέθηκαν στο πλαίσιο της εξέτασης
β. τον συσχετισμό των ερωτημάτων με τις απαντήσεις-υποδείξεις που δόθηκαν από την Επιτροπή.
Κρίνω απαραίτητο να σχολιάσω σύντομα πριν από όλα και το περιεχόμενο των δοθέντων κειμένων αν και ήδη γράφτηκαν και ακούστηκαν πάρα πολλά. Πολλοί, συνάδελφοι και μη, τοποθετήθηκαν επικριτικά κυρίως για το δεύτερο μη λογοτεχνικό κείμενο-απόσπασμα της συνέντευξης που παραχώρησε σε εφημερίδα η Μπελίντα Κανόν, συγγραφέας και δόκτωρ Συγκριτικής Λογοτεχνίας, μετά τη συμμετοχή της στο 2ο Συνέδριο Φιλοσοφίας που διοργάνωσε λίγες ημέρες πριν τις Πανελλαδικές Εξετάσεις το Γαλλικό Ινστιτούτο στην Αθήνα.
Επιθυμώ σε αυτό το ζήτημα να παρατηρήσω τα εξής:
Πρώτον πριν κανείς μιλήσει υποβαθμιστικά για ένα κείμενο πρέπει να το μελετήσει προσεκτικά ώστε να είναι ασφαλής ότι αυτά που ενδεχομένως θα υποστηρίξει, σχετικά με την επικοινωνιακή πρόθεση του εκάστοτε συντάκτη, είναι βάσιμα. Προσωπικά δεν πιστεύω ότι το επίμαχο κείμενο κατηγορεί τα γυναικεία κινήματα, ούτε εμφανίζει τη γυναίκα συνολικά ως ον που χρησιμοποιεί τη θυματοποίηση ως προμετωπίδα ατυχών διεκδικήσεων. Αντίθετα ισχυρίζεται ότι υπάρχει μια διαφορετική, νεότερη αντίληψη περί ισοτιμίας που φτάνει στα άκρα, κάτι με το οποίο μπορεί κανείς να διαφωνεί ή και να μη διαφωνεί, αλλά αυτό είναι μία άλλη, πολύ μεγάλη συζήτηση. Υπάρχει άραγε κάποιος που πιστεύει σοβαρά ότι όλοι οι άντρες είναι καταπιεστές και όλες οι γυναίκες καταπιεσμένες και αντικείμενο βίας; Παράλληλα όμως αυτή είναι η δύναμη του λόγου: να προσθέτει μία νέα διάσταση στα πράγματα, να αποτελεί βάση και αφορμή για διάλογο και από την άποψη αυτή το συγκεκριμένο κείμενο πραγμάτωσε τον στόχο του.
Δεύτερον οι Πανελλαδικές Εξετάσεις δεν περιελάμβαναν μόνο αυτό το Κείμενο αλλά και άλλα δύο κείμενα, ένα μη λογοτεχνικό και ένα λογοτεχνικό. Μιλώντας με τόση ένταση απαξιωτικά για τα κείμενα μειώνει κανείς όλα τα κείμενα και συλλήβδην ισοπεδώνει τις διαφορές ποιότητας, αν βέβαια υπάρχουν. Εδώ πέρασε απαρατήρητο και το κείμενο του Σταύρου Τσακυράκη, Δικαιοσύνη: η ουσία της πολιτικής και το απόσπασμα από τη συλλογή διηγημάτων Οι κόρες του Ηφαιστείου του Χρήστου Οικονόμου.
Ας επιστρέψουμε όμως στα ζητούμενα που ήταν και το αντικείμενο της εξέτασης. Τα ερωτήματα αφορούσαν σε όλο το εύρος της ύλης. Η εξέταση περιείχε συνοπτική απόδοση νοήματος, ερώτηση κατανόησης, ερώτηση για τη δομή του λόγου, ερώτηση για τη γλώσσα του κειμένου, ανάπτυξη άποψης για το θέμα του λογοτεχνικού κειμένου, παραγωγή λόγου σχετική με τα μη λογοτεχνικά κείμενα. Δεν μπορεί λοιπόν κανείς να φανταστεί ουσιαστικότερη εξέταση από αυτή.
Βέβαια το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, πλεονέκτημα των φετινών εξετάσεων, που κάνει και τη διαφορά, είναι οι αναλυτικές και θεμελιωμένες απαντήσεις ώστε ο συνάδελφος διορθωτής να έχει μια ευρεία γκάμα επιλογών και να μην αναρωτιέται κάθε φορά αν κάτι που έχει γράψει ο Υποψήφιος είναι ή δεν είναι σωστό. Και φυσικά οι απαντήσεις δικαιώνουν τον συνάδελφο που εργάζεται συστηματικά στην τάξη όλη τη χρονιά και αγωνίζεται να μπορούν οι μαθητές του να εξοικειωθούν με τον λόγο, να αποκαλύψουν τις λειτουργίες του και να προετοιμαστούν κατάλληλα ώστε να ανταποκριθούν πετυχημένα στις απαιτήσεις αυτών των εξετάσεων.
Όπως αντιλαμβάνεστε δεν συμμερίζομαι στο ελάχιστο την άποψη ορισμένων συναδέλφων που ισχυρίζονται αφενός ότι ο διορθωτής δεν χρειάζεται τις απαντήσεις της Επιτροπής γιατί είναι επιστημονικά επαρκής και αφετέρου πως οι υποδείξεις τον χειραγωγούν και καταργούν την αυτονομία της κρίσης του. Δεν εκτιμώ ότι όλοι όσοι καλούνται να διορθώσουν είναι πλήρως ενημερωμένοι για την ύλη των Πανελλαδικών. Επιπλέον όσο ενημερωμένος κι αν είσαι μπορεί να κάνεις εσφαλμένη εκτίμηση και το σημαντικότερο βέβαια είναι ότι σε αυτού του τύπου τις Εξετάσεις, όπου η επιλογή των επιτυχόντων γίνεται συγκριτικά, χρειάζεται ενιαίο κριτήριο αξιολόγησης με σκοπό τη δικαιοκρισία, κάτι που μόνο η συμφωνία των εξεταστών ως προς τις απαντήσεις μπορεί να διασφαλίσει. Εξάλλου ουδέποτε οι απαντήσεις υποδείξεις αποτέλεσαν θέσφατο. Αρκετές φορές με πρόσθετα σημειώματα γίνονταν από την Επιτροπή προσθήκες και αλλαγές, αντίδραση που φυσικά δεν καλύπτει τους προφορικά εξεταζόμενους, οι οποίοι έχουν ήδη αξιολογηθεί πριν τη δημοσιοποίηση των απαντήσεων, αλλά ο τρόπος αξιολόγησης των προφορικά εξεταζομένων είναι ένα άλλο πολύ σημαντικό θέμα που αξίζει να συζητηθεί ανεξάρτητα.
Επειδή λοιπόν πρέπει να είμαστε δίκαιοι -και σίγουρα όχι μικρόψυχοι- αξίζουν συγχαρητήρια στη φετινή Επιτροπή. Κι αν κάποιος παρατηρήσει ότι τη δουλειά τους κάνουν θα απαντούσα ότι όσοι έχουμε βγάλει θέματα στη ζωή μας ξέρουμε πόσο δύσκολη είναι αυτή η δουλειά, ειδικά υπό αντίξοες συνθήκες (πίεση χρόνου, ανάγκη συνεργασίας με άγνωστους συναδέλφους κ.ά.)
Έφη Ριζά- Σκύφα