«Πρέπει να αισθάνεται κανείς απέραντη μο­ναξιά όταν ξέρει μια γλώσσα, που κανείς άλλος δεν την μιλά».

Ο Βασίλης Αλεξάκης σε κάποια από τις συ­νεντεύξεις του, έχει δηλώσει πως η ωραιότερη λέξη που χάρισε η Ελλάδα στον κόσμο είναι η λέξη «διάλογος».

Σε αυτό το μυθιστόρημά του με τίτλο «Η πρώτη λέξη» διαφαίνεται μια βαθιά ανησυχία, αγωνία θα έλεγε κάποιος, για τη σταδιακή απώλεια της επικοινωνίας ανάμε­σα στα έθνη, στις κοινωνικές ομάδες, ανάμεσα στους ανθρώπους.

Η προσπάθεια του δημιουργού επικεντρώνε­ται στο να εμβαθύνει στην καταγωγή των εθνι­κών γλωσσών και με επιστημονικά κριτήρια να αποδείξει τη συγγένεια των λέξεων.

Εκείνο που τον χαρακτηρίζει οπωσδήποτε εί­ναι ένα πνεύμα ελευθερίας και αντικειμενικό­τητας. Πρόκειται για υπερεθνικό και υπεργλωσ­σικό συγγραφέα. Άλλωστε όπως παραδέχεται και ο ίδιος, η πρόθεση «υπέρ» χρησιμοποιεί­ται κατά κόρον στην γαλλική αλλά και σε άλλες γλώσσες με την έννοια του «πάρα πολύ». Ο Β. Αλεξάκης δεν δεσμεύεται από την εθνική του καταγωγή, αρνείται να φιμωθεί ιδεολογικά, για αυτό άλλωστε και αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της επταετίας.

Πρωτότυπο στη σύλληψή του αυτό το εξαίρε­το μυθιστόρημα, δίνει την ευκαιρία στη λογο­τεχνία να συναντήσει την επιστήμη της γλωσ­σολογίας και να συμπορευθούν αρμονικά.

Η γλώσσα, που για έναν μυθιστοριογράφο αποτελεί εργαλείο δημιουργίας, εδώ μετατρέ­πεται σε αντικείμενο μελέτης, δίχως όμως να καταστρατηγείται η μυθιστορηματική ταυτό­τητα του βιβλίου. Άλλωστε όπως ο ίδιος έχει δηλώσει σε συνεντεύξεις του, του είναι αδύνα­το να γράψει ένα απλό δοκίμιο.

Η γλωσσολογική έρευνα πραγματοποιείται με έναν ανάλαφρο, πνευματώδη, σχεδόν παιχνιδιάρικο τρόπο. Πρόκειται για μια μορφή πνευματικής άσκησης που απευθύνεται στο αναγνωστικό κοινό και το καλεί σε συνειδητή ή υποσυνείδητη συμμετοχή.

Το ταξίδι των γλωσσών αποδεικνύεται μακρύ με πολλές μυθιστορηματικές στάσεις. Οι χα­ρακτήρες των ηρώων δομούνται με προσοχή. Κοινό σημείο όλων είναι ο Μιλτιάδης, ο Έλλη­νας καθηγητής – μελετητής συγκριτικής λογο­τεχνίας που πεθαίνει στο Παρίσι, έχοντας αφή­σει ημιτελή την έρευνά του για την πρώτη λέξη που ακούστηκε ποτέ στον πλανήτη.

Ο Μιλτιάδης είναι ο σύγχρονος Οδυσσέας. Αναζητητής, ευαίσθητος, ανατρεπτικός, κουβα­λά την Ελλάδα μέσα του. Δηλώνει -για του λό­γου το αληθές- μεγάλος θαυμαστής τού … Κα­ραγκιόζη. Υπέρμαχος της γλωσσικής δημοκρα­τίας, ο Μιλτιάδης υπήρξε ως πρωταγωνιστής, πολέμιος του γλωσσικού υπερεθνικισμού.

«Τι θα πει ταβάνι; Τι θα πει σαλάτα; Τι θα πει σκιά;» αναρωτιέται η αφηγήτρια και αδελ­φή του όταν εκείνος, που υπήρξε ο γλωσσικός και κοινωνικός της σύνδεσμος, φεύγει από τη ζωή. Παίρνει την σκυτάλη εκείνη, για τη συνέχιση της γλωσσικής αναζήτησης, ως ελά­χιστο φόρο τιμής στη μνήμη του αδελφού της.

Η αγάπη της για τον Μιλτιάδη ξεδιπλώνεται σε όλο της το μεγαλείο και αποτελεί εφαλτή­ριο για τη μετέπειτα πορεία ζωής της αφηγή­τριας. Μετατρέπεται η ίδια σε κυνηγό της γνώ­σης και με πρωτόγνωρη συγκίνηση συγκεντρώ­νει στοιχεία που θα την οδηγήσουν έξω από τα δαιδαλώδη μονοπάτια του γλωσσικού νεφε­λώματος.

Ο Μπουβιέ, ο Ζαν Κριστόφ, ο Πολ, ο Πανα­γιώτης, η Αλίκη, η Θεανώ, η Ζωή, η Όντρεϋ, η Ναταλία, το Ω, το Α, το Ξ, το Ψ, το Ρ.

Το Ρ, που ο Πλάτων το συνέδεε με τη ροή του νερού, χαρακτηρίζεται ως η χειρότερη δυνατή αφετηρία για μια λέξη. Αποτελεί το αρχι­κό πολλών θλιβερών όρων: ραδιενέργεια, ρύ­πανση, ρυτίδα, ράκος, ρημάζω, ροχαλίζω, Ρα­σπούτιν, Ρασκόλνικοφ, Ρισελιέ … Κάποιες από αυτές αρχίζουν με το ίδιο γράμμα και στα γαλ­λικά. Πραγματικά εξαιρετικές διαπιστώσεις!!

Το ταξίδι των γραμμάτων. Κάθε γράμμα και ένα σύμβολο, μια σκέψη, ένα συναίσθημα, σε όλους τους λαούς, σε όλες τις γλώσσες.

«Ποιος είπε πως η μητρική γλώσσα είναι εκεί­νη που μιλάει η μάνα μας; Είναι εκείνη που μι­λάει ο κόσμος που μας περιβάλλει. Η εκμάθη­ση της μητρικής είναι ένα είδος φωνητικού ευ­νουχισμού», μας λέει ο συγγραφέας.

Αιρετική ίσως για κάποιους η άποψή του για τη μητρική γλώσσα που αποτελεί αναπό­σπαστο τμήμα της εθνικής κληρονομιάς ενός λαού. Και όμως το επιχείρημα του Β. Αλε­ξάκη είναι ισχυρό. Η πολύ καλή γνώση μιας γλώσσας και η συχνή χρήση της μεταφέρει την έδρα από το δεξί στο αριστερό ημισφαί­ριο του εγκεφάλου μας, κοντά στη μητρική. Προφανώς για τον Β. Αλεξάκη η γαλλική και η ελληνική μοιράζονται τον ίδιο χώρο, γνωστι­κά και συναισθηματικά.

Η γλωσσική περιπέτεια αποκτά, μέσα από τον λόγο του, πολιτικό χρώμα, ανθρωπιστικό, αντι­ρατσιστικό, δημοκρατικό.

Προχωρεί σε ένα επιτυχές λογοπαίγνιο με το όνομα του Γάλλου προέδρου Σαρκοζί που του θυμίζει (φευ) τη … σαρκοφάγο, το σάρκω­μα, τον σαρκασμό. Έτσι επικρίνει τη ρατσιστι­κή του πολιτική απέναντι σε κοινωνικές ομά­δες αλλά και τη διάλεκτο που χρησιμοποιούν. Άλλωστε ο Σαρκοζί αρνήθηκε – όπως αναφέ­ρει ο Β. Αλεξάκης – να υπογράψει τη Συνθή­κη του Συμβουλίου της Ευρώπης περί προ­στασίας των μειονοτικών γλωσσών. Η πολυ­γλωσσία θα μπορούσε να αποτελέσει «πλήγ­μα» για την εθνική ταυτότητα των Γάλλων.

Ίσως έχει επικριθεί, ο συγγραφέας μας, από τους υποστηρικτές της μητρικής μας γλώσ­σας, ως πολέμιος της μοναδικότητάς της.

Όμως δεν είναι εμπαθής. Απλώς εναντιώνε­ται στη φαυλότητα μιας ιδεολογίας εθνικής υπεροχής που αναπτύσσεται γύρω από απο­δεδειγμένα εξελιγμένες εθνικές γλώσσες. Πε­ρισσότερο τοποθετείται ενάντια στην πνευ­ματική ραθυμία μας, εμάς των Ελλήνων, που λειτουργεί ανασταλτικά για την ανάδειξη και την εξέλιξη της ελληνικής που τη θεωρεί και εκείνος θησαυρό.

Η συγκίνηση του Μιλτιάδη όταν αντίκρισε μια φιγούρα του Καραγκιόζη, δώρο της κόρης του, ήταν μεγάλη και αυξήθηκε όταν η γαλλο­τραφής Θεανώ τού μίλησε ελληνικά. Τελικά το αποτύπωμα της μητρικής γλώσσας στην ψυχή μας μένει ανεξίτηλο.

Η αναζήτηση της λέξης επανέρχεται ανά τα­κτά διαστήματα σε όλο το μυθιστόρημα ως ανάγκη, ως εσωτερική αναζήτηση της αφηγή­τριας, ίσως και του ίδιου του συγγραφέα. Είναι διαρκής, αγωνιώδης, άλλοτε μεθοδευμένη, άλλοτε απρογραμμάτιστη, συστηματική αλλά και ελεύθερη, προβλέψιμη αλλά και απρόβλε­πτη, συγκινησιακή αλλά και ρεαλιστική.

Πρώτη λέξη στα γαλλικά σημαίνει και σιω­πή. Ίσως η πρώτη λέξη να ήταν ο επίλογος μιας πολύ μακράς σιωπής …

Αυτό το μυθιστόρημα εκφράζει μία πανάρ­χαια πανανθρώπινη αλήθεια ή πολλές. Κατα­λύει τα τείχη που χωρίζουν τους ανθρώπους, λειτουργεί κατευναστικά για την ψυχή και διε­γερτικά για το πνεύμα, αιρετικά για τα παλαιά ήθη, ενωτικά για τους λαούς, τις θρησκείες, τις διαφορές, επικριτικά για τα κακώς κείμενα.

Πρόκειται για ένα έργο ιδιοφυές στη σύλλη­ψή του και στη γραφή του, πρωτοποριακό στο περιεχόμενο. Μας υπενθυμίζει από πού προ­ερχόμαστε και επαναπροσδιορίζει τον προ­σανατολισμό του μέλλοντος, αν θέλουμε όχι μόνο να αποκαλούμαστε αλλά και να είμαστε άνθρωποι.

Βίκυ Κόλλια

Πρώτη δημοσίευση, περ. Κλεψύδρα, τεύχ. 2