Γεννημένος στη Χίο. Πόσο καθοριστικές υπήρξαν οι εμπειρίες της παιδικής σας ηλικίας για τις μετέπειτα επιλογές σας;
Νομίζω απόλυτα καθοριστικές, όπως και για κάθε άνθρωπο. Η παιδική ηλικία είναι η πατρίδα μας, η ψυχή μας, η πιο καθοριστική περίοδος του βίου μας, το υποστηρίζει νομίζω και η επιστήμη της ψυχολογίας.
Έρχονται οι σπουδές. Τα Μαθηματικά ήταν συνειδητή επιλογή ή απλώς μια λύση για το πέρασμα στη φοιτητική ζωή;
Τα Μαθηματικά ήταν η μόνη επιλογή, όχι μόνο συνειδητή αλλά στόχος απόλυτος. Ήταν τόσο γοητευτική η επιστήμη αυτή για μένα, που όταν κατάλαβα τι καλούμαι να κάνω ως μαθηματικός, αφότου πήρα πτυχίο, τα παράτησα αμέσως.
Επιστροφή λοιπόν στη Χίο. Ήταν μια φυσική και αυτονόητη στάση για σας, που προέκυψε αβίαστα, ή μια τολμηρή απόφαση, ένα ρίσκο που αναλάβατε;
Για μένα δεν υπήρξε άλλη επιλογή ζωής ούτε καν ως φευγαλέα σκέψη. Δεν ήθελα και ούτε μου ήταν δυνατόν να ζήσω μακριά από τη θάλασσα, ούτε έγκλειστος σε διαμέρισμα σε κάποια μεγαλούπολη. Η αβίαστη και φυσική πορεία μου ήταν η επιστροφή στο νησί.
Διαβάζω στο βιογραφικό σας ότι το 1997 ιδρύετε στη Χίο το Κέντρο Χιακών Μελετών “Πελινναίο”. Μιλήστε μας για τη συμμετοχή και το ρόλο σας στην πολιτιστική ζωή του νησιού σας.
Το ΚΧΜ Πελινναίο δραστηριοποιήθηκε πολύ έντονα από το 1997 μέχρι το 2010, εξέδωσε 56 τεύχη τριμηνιαίου περιοδικού και άλλα έντυπα και βιβλία σχετικά με την πολιτιστική κληρονομιά και το φυσικό κεφάλαιο του νησιού. Έφτιαξε ένα σπουδαίο, ιστορικό πλέον κατά μεγάλο μέρος του αρχείο μελετών, εικόνων και αφηγήσεων. Έκανε πρωτογενή έρευνα σε δέκα και πλέον επιστημονικούς τομείς, ενδεικτικά αναφέρω τη γεωλογία – σπηλαιολογία, χαρτογραφώντας και εξερευνώντας σπήλαια του νησιού, αναδεικνύοντας παλαιοντολογικά ευρήματα, απολιθώματα αμμωνιτών κ.ά. Ήταν ένα αυτοχρηματοδοτούμενο συναρπαστικό για μένα και τους συνεργάτες μου δεκαπενταετές ταξίδι, κατά τη διάρκεια του οποίου αφήσαμε πολύ υλικό για να βρουν οι επόμενες γενιές μελετητών της φύσης, της ιστορίας, του πολιτισμού της Χίου.
Ήρθαν στιγμές που νιώσατε την “πολιτιστική μοναξιά” της κλειστής κοινωνίας ή στιγμές που μετανιώσατε για την απόφασή σας να ζήσετε μακριά από τη μεγαλούπολη;
Πολλές στιγμές πολιτιστικής μοναξιάς ένιωσα, όχι όμως επειδή δε ζούσα στη μεγάλη πόλη αλλά επειδή η Ελλάδα βρισκόταν σε πλήρη παρακμή, σε μια βαθιά κρίση αξιών και πολιτισμού όλα αυτά τα χρόνια, εμφανέστατη και διάχυτη σε κάθε έκφανση της ζωής, κι αυτό με απογοήτευε από τη μια, από την άλλη όμως με πείσμωνε και με έκλεινε ολοένα και περισσότερο σε μια δημιουργική μοναχικότητα. Επ’ ουδενί δε μετάνιωσα ποτέ και για κανέναν λόγο που δεν έμεινα στην Αθήνα, απεναντίας, νιώθω απόλυτα δικαιωμένος για τη ζωή που επέλεξα.
Αναρωτιέμαι πότε άραγε αντιληφθήκατε ότι η μοίρα σας είναι η μοίρα του συγγραφέα;
Δεν το έχω αντιληφθεί ακόμη. Έχω περάσει από πολλές μοίρες, πάρα πολλές. Αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στην τελική μου νομίζω μοίρα, την ανώτερη όλων, που είναι η μοίρα του φυσικού καλλιεργητή στη γη και στην κοινωνία, του παρατηρητή της αργής, αβίαστης φυσικής ανάπτυξης και του σπορέα φυτών και λόγων.
Στο έργο σας κυριαρχεί το ανδρικό πρότυπο. Για παράδειγμα “Στη δεξιά τσέπη του ράσου” ο Βικέντιος, “Στο ζουμί του πετεινού” ο Παναγής. Πόσο τυχαίο είναι αυτό;
Δεν νομίζω πως είναι τίποτε τυχαίο. Όλα έχουν τον λόγο τους που συμβαίνουν, έτσι νιώθω. Με εξυπηρετούν νομίζω συγγραφικά οι ανδρικοί χαρακτήρες πρωταγωνιστών, είναι πιο εύπλαστοι ψυχικά, μου ταιριάζουν καλύτερα. Έγραψα πάντως και την Κωσταντία, και νιώθω ότι θα προσπαθήσω να γράψω και για άλλη γυναίκα στο μέλλον, αν είμαι καλά και μπορώ.
Οι πρωταγωνιστές σας κινούνται κατά βάση σε ένα κλειστό κοινωνικό περιβάλλον, προστατευμένοι, κατά κάποιο τρόπο, από κοσμικές προκλήσεις. Αν ισχύει η παρατήρηση αυτή, πώς θα το σχολιάζατε;
Τέχνη μέσα σε κοσμικές προκλήσεις δεν υπάρχει, έτσι νομίζω. Η Τέχνη γεννιέται από την Έμπνευση, που είναι μοναχική, στοχαστική, θλιμμένη, μελαγχολική, η μικρή αδερφή του Θανάτου είναι η Έμπνευση, αν δεν υπήρχε ο Θάνατος δε θα υπήρχε η Έμπνευση, δε θα υπήρχε η Τέχνη. Πώς μπορείλοιπόν ένας πρωταγωνιστής της Τέχνης να ζει μέσα στις κοσμικές προκλήσεις και τις ανούσιες συναναστροφές και την ευτέλεια της υλικής ζωής;
Παρατηρώ ότι στα βιβλία σας αξιοποιείτε πολύ την τριτοπρόσωπη αφήγηση. Κατά πόσο αυτή η τεχνική επιλογή αντανακλά τη σχέση σας με τη ζωή;
Έχω χρησιμοποιήσει πολλών ειδών αφηγήσεις, με πιο αγαπημένη μου τη μικτή, την οποίαν εφαρμόζω σε κάμποσα βιβλία με κορυφαίο δείγμα το Λαγού μαλλί αλλά και την Άλωση της Κωσταντίας. Αυτή η τεχνική αφήγησης, η μακροπερίοδη, που εμπεριέχει σε μια πρόταση διαλόγους ηρώων, λόγια αφηγητή, τριτοπρόσωπη και πρωτοπρόσωπη αφήγηση με ενδιάμεσα σημεία στίξης, είναι η απόλυτα φυσική ροή του λόγου μου, κυλάει από μέσα μου γάργαρα και βγαίνει αβίαστα στο χαρτί, με ευχαριστεί πολύ να γράφω έτσι.
Αν έπρεπε να σας αποδώσω λογοτεχνικές ιδιότητες θα σας ονόμαζα “κλασικό ψυχογράφο” και “δυνατό γλωσσοπλάστη” επειδή αυτά εισπράπω ως αναγνώστρια ότι είναι βασικοί -αν και όχι μοναδικοί- άξονες της γραφής σας. Σε ποιο βαθμό αυτοί οι χαρακτηρισμοί εκφράζουν τις λογοτεχνικές προτεραιότητές σας, αν φυσικά κάτι τέτοιο έχει νόημα για σας;
Τιμητικοί οι χαρακτηρισμοί, να ‘στε καλά. Αυτή είναι η λογοτεχνία. Ένα δυνατό μήνυμα ζωής, δοσμένο μέσα από μια ιστορία, όσο γίνεται απλούστερη, που να απλώνει στο χαρτί την ψυχή ηρώων και αναγνωστών, με εργαλείο μια όμορφη γλώσσα. Δεν νομίζω ότι είναι κάτι παραπάνω ή διαφορετικό αυτό που ονομάζεται τέχνη του λόγου.
Το τελευταίο σας βιβλίο , “Του Θεού το μάτι”, εμπνευσμένο από την εκρηκτική πολιτισμική φάση που διανύουμε ως χώρα, καταγράφει αδιέξοδα και αποδίδει παραστατικά την παρακμή και τη σήψη, βιωμένη από τον άνθρωπο που, μέσα στις ραγδαίες κοινωνικές εξελίξεις ,κάνει το δικό του απολογισμό. Πόσο δύσκολο είναι για τον συγγραφέα να ισορροπεί ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό γίγνεσθαι;
Εμένα με εμπνέουν και με προκαλούν τα δίπολα αυτού του είδους, κυρίως το ατομικό με το συλλογικό και η εσωτερικότητα με το φαίνεσθαι. Όσο πιο δύσκολο τόσο πιο προκλητικό και πιο μεγάλη η ικανοποίηση που προσφέρει στο τέλος.
Πολλοί είναι αυτοί που ζηλεύουν τη ζωή που επιλέξατε να κάνετε κοντά στη φύση, μακριά από τις επώδυνες πιέσεις της αστικής καθημερινότητας. Πόσοι πιστεύετε όμως ότι θα ήταν ευτυχισμένοι αν σας ακολουθούσαν;
Νομίζω ότι ο καθένας κάνει επιλογές την ώρα που νιώθει έτοιμος, ότι καλό είναι όλα να έρχονται φυσικά, αβίαστα και τότε δε μετανιώνεις, βιώνεις δε, και πολλές στιγμές ευτυχίας.
Τι καινούριο να περιμένει από εσάς το αναγνωστικό σας κοινό; Πείτε μας λίγα λόγια για το επόμενο συγγραφικό σας βήμα.
Όλα είναι αυθόρμητα και δεν είμαι άνθρωπος των σχεδίων και των πλάνων. Εδώ δεν ξέρω τι ανατροπή θα έρθει στο βιβλίο κατά τη διάρκεια της συγγραφής, θα ξέρω από τώρα τι άλλο θα γράψω στο μέλλον;
Πρώτη δημοσίευση, περ. Κλεψύδρα, τεύχ. 5